- θεήμων
- θεήμων, ὁ, ἡ (Α)ιων. τ. τού θεάμων*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεάμων — θεάμων, ό, ή (AM, Α ιων. τ. θεήμων) [θεώμαι] θεατής … Dictionary of Greek
θεημοσύνη — θεημοσύνη, ἡ (Α) [θεήμων] 1. θέαση, παρατήρηση 2. υποκείμενο σκέψης, πρόβλημα … Dictionary of Greek
θεήμονας — θεάμων spectator masc/fem acc pl θεήμων spectator masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)